· Πρόωρη και χωρίς τις ικανές και απαραίτητες προϋποθέσεις η υλοποίηση της διοικητικής μεταρρύθμισης
Επί τάπητος πλέον τίθεται το ζήτημα της νέας διοικητικής μεταρρύθμισης, η υλοποίηση της οποίας διεκδικεί -σύμφωνα πάντα με την κυβέρνηση- την αλλαγή του «αυτοδιοικητικού χάρτη» της χώρας μας. Στον κατ’ επίφασιν διάλογο που έχει ξεκινήσει, αυτό που πρωτίστως διακρίνουμε είναι από τη μια μεριά (αυτή των εκλεγμένων Δήμαρχων και συμβούλων) έναν εντονότατο σκεπτικισμό, που δείχνει να σχετίζεται κυρίως με την διαγραφόμενη απώλεια των «οφικίων τους» και από την άλλη (αυτή της κυβέρνησης) μία περίεργη «πρεμούρα» για την άμεση προώθηση της μεταρρύθμισης, ως απολύτως αναγκαίας για το μέλλον της χώρας μας.
Στην παρούσα, λοιπόν, περίσταση το καίριο ερώτημα είναι:
Για ποιους λόγους γίνεται η ανατροπή αυτή και –κυρίως- προς τα πού κατατείνει;
Ας δούμε τώρα κατά πόσο ισχύει η συνήθης, σχεδόν «αυτονόητη» απάντηση εκ μέρους του κυρίαρχου λόγου (αποκέντρωση αρμοδιοτήτων – αναπτυξιακός ρόλος της Τ.Α. )
Τι μας δείχνει μέχρι τώρα εμπειρία από την προηγηθείσα θεσμική μεταρρύθμιση («Καποδίστριας»);
Κατ’ αρχάς, παρατηρούμε ότι δεν έχει υπάρξει καμιά σοβαρή αποτίμηση, κανένας αναστοχασμός επ’ αυτού. Δεν έχουν καν τεθεί –και μάλλον αποκρύπτονται σκόπιμα- ερωτήματα όπως:
Τι σηματοδοτεί η ραγδαία εξάπλωση του θεσμού των αποκαλούμενων «Δημοτικών Επιχειρήσεων» τις τελευταίες δεκαετίες;
Πόσο και πώς ωφελήθηκαν μικρές κοινότητες που προσκολλήθηκαν δορυφορικά σε μεγάλους δήμους; (π.χ. Ξηρότοπος στο Δήμο Σερρών)
Ποιοι και πόσοι πόροι «εξοικονομήθηκαν» και –κυρίως- ποιοι τους διαχειρίστηκαν, πού και πώς τους διέθεσαν;
Κατά πόσο το όποιο (νέο) θεσμικό πλαίσιο λειτουργίας των καποδιστριακών δήμων ενθάρρυνε και ενδυνάμωσε τη δημιουργική συμμετοχή των πολιτών στις κοινές υποθέσεις; Κατά πόσο, δηλαδή, εμβάθυνε τους δημοκρατικούς θεσμούς;
Κατά πόσο η ιδεολογική-πολιτική οπτική και οι λειτουργικές δομές των δήμων αυτών προσδιόρισαν την κοινωνική-πολιτική συνείδηση στις αποκαλούμενες «τοπικές κοινωνίες»; Λέγοντας δε «πολιτική συνείδηση» αναφερόμαστε στην πολιτική παιδεία που χτίζεται πάνω στη βάση της θεμελιώδους διάκρισης μεταξύ δημόσιου και ιδιωτικού πεδίου, δημόσιων και ιδιωτικών λειτουργιών, δημόσιου και ιδιωτικού συμφέροντος.
(Είναι χαρακτηριστικό ότι στο κυβερνητικό κείμενο διαβούλευσης 50 σελίδων δεν υπάρχει ούτε καν υπαινιγμός για το κεφαλαιώδες αυτό ζήτημα)
Με αυτά τα δεδομένα η φιλολογία του κυρίαρχου λόγου της κεντρικής εξουσίας περί αναγκαιότητας της επερχόμενης αυτοδιοικητικής αναδιάταξης και περί ωφελειών που θα προκύψουν για τις «τοπικές κοινωνίες» από αυτή, πολύ δύσκολα μπορεί να αποκρύψει τον κυρίαρχο στόχο:
Ότι η μεταρρύθμιση αυτή κινείται αυστηρά εντός του γενικότερου νεοφιλελεύθερου οικονομικού – πολιτικού πλαισίου και απηχεί την αδημονία του κεντρικού κράτους να απαλλαγεί από τα «περιττά» βάρη κοινωνικών – δημόσιων λειτουργιών (ή να τα ελαχιστοποιήσει), μεταθέτοντας την ευθύνη στους δήμους, οι οποίοι, με τη σειρά τους, θα τη φορτώσουν με μαθηματική ακρίβεια στις πλάτες των πολιτών-δημοτών.
Αρνητικό αποτέλεσμα της επιβολής νέων διευρυμένων χωροταξικά δήμων είναι και το ότι στενεύουν μέχρι πλήρους εξαφάνισης τα περιθώρια της λεγόμενης «χαλαρής» ψήφου των πολιτών κατά τις αυτοδιοικητικές εκλογές. Όσο διαστέλλονται τα μεγέθη και τα όρια των δήμων τόσο πιο σφιχτός γίνεται ο κομματικός εναγκαλισμός. Αυτό, σε συνδυασμό με την ευλαβικά τηρούμενη από τα κόμματα εξουσίας τακτική της μη θεσμοθέτησης της απλής αναλογικής, τίποτε καλό δεν προοιωνίζει για το μέλλον των αυτοδιοικητικών θεσμών.
Στην ουσία θα έχουμε δικομματική «εθνικοποίηση» της τοπικής αυτοδιοίκησης. Πολύ μακράν, δηλαδή, από τα φληναφήματα του κειμένου διαβούλευσης περί «Νέας Αρχιτεκτονικής της Αυτοδιοίκησης» και «μιας νέας πορείας των αυτοδιοικητικών και αποκεντρωτικών θεσμών» (σελ. 50)
· Ελεγκτικό – περιοριστικό ρόλο απέναντι στην όποια (αυτο)διοικητική λειτουργία και προοπτική των νέων δήμων φαίνεται ότι θα παίζουν και οι επτά (7) Γενικές Διοικήσεις που «συγκροτούνται στη θέση των σημερινών 13 Διοικητικών Περιφερειών και των οποίων (Γεν. Διοικήσεων) θα προΐσταται μόνιμος δημόσιος υπάλληλος» (σελ. 41)
Το κράτος μπορεί να αποσύρεται και να εγκαταλείπει τις κοινωνικές του ευθύνες και υποχρεώσεις, διατηρεί ωστόσο εν χρήσει, «δια παν ενδεχόμενον», το μακρύ του χέρι πάνω στις, κατά τα άλλα, «κυρίαρχες τοπικές κοινωνίες».
· Σχετικά με τους οικονομικούς πόρους των διευρυμένων δήμων υπάρχει μεγάλη γενικολογία και ασάφεια του στιλ «γενναία αναδιανομή αρμοδιοτήτων και πόρων ανάμεσα στο κράτος και την τοπική αυτοδιοίκηση» (σελ. 23) ή «προχωρούμε, στο πλαίσιο ρυθμίσεων του Συντάγματος, στον εξοπλισμό [;] των δήμων και των περιφερειών με επαρκείς οικονομικούς πόρους» (σελ. 46). Λίγο παρακάτω όμως έχουμε κάτι πολύ συγκεκριμένο:
«Προχωράμε στην ουσιαστική ενίσχυση της συμβολής του ΦΠΑ στους πόρους της τοπικής αυτοδιοίκησης. Είναι μια κρίσιμη απόφαση που ενισχύει ουσιαστικά τα οικονομικά της. Ταυτόχρονα όμως καθιστά σύμμαχο την αυτοδιοίκηση, τις δυνάμεις που δραστηριοποιούνται γύρω από αυτή και τις τοπικές κοινωνίες στη μεγάλη εθνική προσπάθεια της καταπολέμησης της φοροδιαφυγής.» [;] (σελ. 46)
Να, λοιπόν, ποια θα είναι, κατά τον Καλλικράτη, η βασική πηγή χρηματοδότηση των νέων δήμων: ο ΦΠΑ και τα έσοδα από την πάταξη της φοροδιαφυγής!
Αφού το κεντρικό κράτος με τις τόσες (;) υπηρεσίες του δεν μπόρεσε να «συλλάβει» τους φοροφυγάδες –αναλογιστείτε βεβαίως εδώ ποιοι είναι ακριβώς αυτοί που φοροδιαφεύγουν και ποιες οι σχέσεις «εμπιστοσύνης και τρυφερότητας» που τους συνδέουν με εκάστοτε υπουργούς και κυβερνητικά στελέχη- αναθέτει τώρα το κυνήγι στην Τ.Α. Είναι, βλέπετε, πασίγνωστο πως στους ΟΤΑ και τις Δημοτικές Επιχειρήσεις πνέουν μόνο οι άνεμοι της ηθικής και της χρηστότητας!
Αν σε αυτά προσθέσουμε και τη συνήθη κυβερνητική τακτική της παρακράτησης θεσμοθετημένων πόρων οφειλόμενων στην Τ.Α. και ότι για το 2010 ο προϋπολογισμός προβλέπει μείωση 12% από τους πόρους αυτούς, τι απομένει για τη λειτουργία των δήμων; Οι αυξήσεις, εκτός των άλλων τελών, και του ΦΠΑ! Ευφυέστατο!!
Επειδή, όπως αναλύσαμε παραπάνω, είναι πολύ συγκεκριμένη η στόχευση της επερχόμενης αυτοδιοικητικής μεταρρύθμισης, ορθώνεται μπροστά μας, μπροστά σε κάθε κοινωνική – πολιτική δύναμη, συλλογικότητα ή πολίτη, που δεν ανέχεται πλέον να παρακολουθεί απαθής το θλιβερό ναυάγιο της κοινωνικής – πολιτικής συνείδησης και των δημοκρατικών θεσμών της αυτοδιοίκησης στις αφιλόξενες θάλασσες των ιδιωτικών συμφερόντων και το σκοτεινό ωκεανό της ανταγωνιστικότητας, το καθήκον να επισημάνουμε ότι πρώτιστο επείγον ζήτημα για την ίδια την ύπαρξη της Τ.Α. δεν είναι να ψάχνουμε «τις γραμμές πάνω στο χάρτη», για να μην απολέσει ο κάθε τοπικός ηγετίσκος το βιλαέτι του, αλλά:
α) Να διαφυλάξουμε το δημόσιο – κοινωνικό χαρακτήρα αγαθών και λειτουργιών, όπως νερό, παιδεία (με την ευρύτερη έννοια), περιβάλλον κ.ά. Να σταματήσουμε την οικονομική αφαίμαξη και λεηλασία του κοινωνικού πλούτου από τους ιδιώτες και τους εργολάβους.
β) Να ενισχύσουμε και να διευρύνουμε θεσμικά τις δημοκρατικές εκείνες διαδικασίες που εξασφαλίζουν τη συμμετοχή των πολιτών, ως συλλογικών υποκειμένων της ιστορίας, που υπερασπίζονται και διευρύνουν τα δημόσια κοινωνικά αγαθά -όχι των ιδιωτών που βαφτίστηκαν «πολίτες»- στην επεξεργασία και λήψη αποφάσεων, οι οποίες αφορούν στην ίδια μας τη ζωή.
Η καθιέρωση της απλής αναλογικής υπηρετεί αυτό το στόχο.
Στη βάση, λοιπόν, των παραπάνω και με δεδομένο ότι δεν έχει ανοίξει καμιά απολύτως συζήτηση (ή «διαβούλευση») για τα θεμελιώδη ζητήματα της αυτοδιοίκησης, τα οποία αποσιωπούνται τεχνηέντως, λέμε ξεκάθαρα «ΟΧΙ» στην επιβολή του Καλλικράτη και αναλαμβάνουμε πρωτοβουλία για να αποκτήσει φωνή, σχήμα και πολιτική υπόσταση το όραμα της συμμετοχικής αυτοδιοίκησης.
Επί τάπητος πλέον τίθεται το ζήτημα της νέας διοικητικής μεταρρύθμισης, η υλοποίηση της οποίας διεκδικεί -σύμφωνα πάντα με την κυβέρνηση- την αλλαγή του «αυτοδιοικητικού χάρτη» της χώρας μας. Στον κατ’ επίφασιν διάλογο που έχει ξεκινήσει, αυτό που πρωτίστως διακρίνουμε είναι από τη μια μεριά (αυτή των εκλεγμένων Δήμαρχων και συμβούλων) έναν εντονότατο σκεπτικισμό, που δείχνει να σχετίζεται κυρίως με την διαγραφόμενη απώλεια των «οφικίων τους» και από την άλλη (αυτή της κυβέρνησης) μία περίεργη «πρεμούρα» για την άμεση προώθηση της μεταρρύθμισης, ως απολύτως αναγκαίας για το μέλλον της χώρας μας.
Στην παρούσα, λοιπόν, περίσταση το καίριο ερώτημα είναι:
Για ποιους λόγους γίνεται η ανατροπή αυτή και –κυρίως- προς τα πού κατατείνει;
Ας δούμε τώρα κατά πόσο ισχύει η συνήθης, σχεδόν «αυτονόητη» απάντηση εκ μέρους του κυρίαρχου λόγου (αποκέντρωση αρμοδιοτήτων – αναπτυξιακός ρόλος της Τ.Α. )
Τι μας δείχνει μέχρι τώρα εμπειρία από την προηγηθείσα θεσμική μεταρρύθμιση («Καποδίστριας»);
Κατ’ αρχάς, παρατηρούμε ότι δεν έχει υπάρξει καμιά σοβαρή αποτίμηση, κανένας αναστοχασμός επ’ αυτού. Δεν έχουν καν τεθεί –και μάλλον αποκρύπτονται σκόπιμα- ερωτήματα όπως:
Τι σηματοδοτεί η ραγδαία εξάπλωση του θεσμού των αποκαλούμενων «Δημοτικών Επιχειρήσεων» τις τελευταίες δεκαετίες;
Πόσο και πώς ωφελήθηκαν μικρές κοινότητες που προσκολλήθηκαν δορυφορικά σε μεγάλους δήμους; (π.χ. Ξηρότοπος στο Δήμο Σερρών)
Ποιοι και πόσοι πόροι «εξοικονομήθηκαν» και –κυρίως- ποιοι τους διαχειρίστηκαν, πού και πώς τους διέθεσαν;
Κατά πόσο το όποιο (νέο) θεσμικό πλαίσιο λειτουργίας των καποδιστριακών δήμων ενθάρρυνε και ενδυνάμωσε τη δημιουργική συμμετοχή των πολιτών στις κοινές υποθέσεις; Κατά πόσο, δηλαδή, εμβάθυνε τους δημοκρατικούς θεσμούς;
Κατά πόσο η ιδεολογική-πολιτική οπτική και οι λειτουργικές δομές των δήμων αυτών προσδιόρισαν την κοινωνική-πολιτική συνείδηση στις αποκαλούμενες «τοπικές κοινωνίες»; Λέγοντας δε «πολιτική συνείδηση» αναφερόμαστε στην πολιτική παιδεία που χτίζεται πάνω στη βάση της θεμελιώδους διάκρισης μεταξύ δημόσιου και ιδιωτικού πεδίου, δημόσιων και ιδιωτικών λειτουργιών, δημόσιου και ιδιωτικού συμφέροντος.
(Είναι χαρακτηριστικό ότι στο κυβερνητικό κείμενο διαβούλευσης 50 σελίδων δεν υπάρχει ούτε καν υπαινιγμός για το κεφαλαιώδες αυτό ζήτημα)
Με αυτά τα δεδομένα η φιλολογία του κυρίαρχου λόγου της κεντρικής εξουσίας περί αναγκαιότητας της επερχόμενης αυτοδιοικητικής αναδιάταξης και περί ωφελειών που θα προκύψουν για τις «τοπικές κοινωνίες» από αυτή, πολύ δύσκολα μπορεί να αποκρύψει τον κυρίαρχο στόχο:
Ότι η μεταρρύθμιση αυτή κινείται αυστηρά εντός του γενικότερου νεοφιλελεύθερου οικονομικού – πολιτικού πλαισίου και απηχεί την αδημονία του κεντρικού κράτους να απαλλαγεί από τα «περιττά» βάρη κοινωνικών – δημόσιων λειτουργιών (ή να τα ελαχιστοποιήσει), μεταθέτοντας την ευθύνη στους δήμους, οι οποίοι, με τη σειρά τους, θα τη φορτώσουν με μαθηματική ακρίβεια στις πλάτες των πολιτών-δημοτών.
Αρνητικό αποτέλεσμα της επιβολής νέων διευρυμένων χωροταξικά δήμων είναι και το ότι στενεύουν μέχρι πλήρους εξαφάνισης τα περιθώρια της λεγόμενης «χαλαρής» ψήφου των πολιτών κατά τις αυτοδιοικητικές εκλογές. Όσο διαστέλλονται τα μεγέθη και τα όρια των δήμων τόσο πιο σφιχτός γίνεται ο κομματικός εναγκαλισμός. Αυτό, σε συνδυασμό με την ευλαβικά τηρούμενη από τα κόμματα εξουσίας τακτική της μη θεσμοθέτησης της απλής αναλογικής, τίποτε καλό δεν προοιωνίζει για το μέλλον των αυτοδιοικητικών θεσμών.
Στην ουσία θα έχουμε δικομματική «εθνικοποίηση» της τοπικής αυτοδιοίκησης. Πολύ μακράν, δηλαδή, από τα φληναφήματα του κειμένου διαβούλευσης περί «Νέας Αρχιτεκτονικής της Αυτοδιοίκησης» και «μιας νέας πορείας των αυτοδιοικητικών και αποκεντρωτικών θεσμών» (σελ. 50)
· Ελεγκτικό – περιοριστικό ρόλο απέναντι στην όποια (αυτο)διοικητική λειτουργία και προοπτική των νέων δήμων φαίνεται ότι θα παίζουν και οι επτά (7) Γενικές Διοικήσεις που «συγκροτούνται στη θέση των σημερινών 13 Διοικητικών Περιφερειών και των οποίων (Γεν. Διοικήσεων) θα προΐσταται μόνιμος δημόσιος υπάλληλος» (σελ. 41)
Το κράτος μπορεί να αποσύρεται και να εγκαταλείπει τις κοινωνικές του ευθύνες και υποχρεώσεις, διατηρεί ωστόσο εν χρήσει, «δια παν ενδεχόμενον», το μακρύ του χέρι πάνω στις, κατά τα άλλα, «κυρίαρχες τοπικές κοινωνίες».
· Σχετικά με τους οικονομικούς πόρους των διευρυμένων δήμων υπάρχει μεγάλη γενικολογία και ασάφεια του στιλ «γενναία αναδιανομή αρμοδιοτήτων και πόρων ανάμεσα στο κράτος και την τοπική αυτοδιοίκηση» (σελ. 23) ή «προχωρούμε, στο πλαίσιο ρυθμίσεων του Συντάγματος, στον εξοπλισμό [;] των δήμων και των περιφερειών με επαρκείς οικονομικούς πόρους» (σελ. 46). Λίγο παρακάτω όμως έχουμε κάτι πολύ συγκεκριμένο:
«Προχωράμε στην ουσιαστική ενίσχυση της συμβολής του ΦΠΑ στους πόρους της τοπικής αυτοδιοίκησης. Είναι μια κρίσιμη απόφαση που ενισχύει ουσιαστικά τα οικονομικά της. Ταυτόχρονα όμως καθιστά σύμμαχο την αυτοδιοίκηση, τις δυνάμεις που δραστηριοποιούνται γύρω από αυτή και τις τοπικές κοινωνίες στη μεγάλη εθνική προσπάθεια της καταπολέμησης της φοροδιαφυγής.» [;] (σελ. 46)
Να, λοιπόν, ποια θα είναι, κατά τον Καλλικράτη, η βασική πηγή χρηματοδότηση των νέων δήμων: ο ΦΠΑ και τα έσοδα από την πάταξη της φοροδιαφυγής!
Αφού το κεντρικό κράτος με τις τόσες (;) υπηρεσίες του δεν μπόρεσε να «συλλάβει» τους φοροφυγάδες –αναλογιστείτε βεβαίως εδώ ποιοι είναι ακριβώς αυτοί που φοροδιαφεύγουν και ποιες οι σχέσεις «εμπιστοσύνης και τρυφερότητας» που τους συνδέουν με εκάστοτε υπουργούς και κυβερνητικά στελέχη- αναθέτει τώρα το κυνήγι στην Τ.Α. Είναι, βλέπετε, πασίγνωστο πως στους ΟΤΑ και τις Δημοτικές Επιχειρήσεις πνέουν μόνο οι άνεμοι της ηθικής και της χρηστότητας!
Αν σε αυτά προσθέσουμε και τη συνήθη κυβερνητική τακτική της παρακράτησης θεσμοθετημένων πόρων οφειλόμενων στην Τ.Α. και ότι για το 2010 ο προϋπολογισμός προβλέπει μείωση 12% από τους πόρους αυτούς, τι απομένει για τη λειτουργία των δήμων; Οι αυξήσεις, εκτός των άλλων τελών, και του ΦΠΑ! Ευφυέστατο!!
Επειδή, όπως αναλύσαμε παραπάνω, είναι πολύ συγκεκριμένη η στόχευση της επερχόμενης αυτοδιοικητικής μεταρρύθμισης, ορθώνεται μπροστά μας, μπροστά σε κάθε κοινωνική – πολιτική δύναμη, συλλογικότητα ή πολίτη, που δεν ανέχεται πλέον να παρακολουθεί απαθής το θλιβερό ναυάγιο της κοινωνικής – πολιτικής συνείδησης και των δημοκρατικών θεσμών της αυτοδιοίκησης στις αφιλόξενες θάλασσες των ιδιωτικών συμφερόντων και το σκοτεινό ωκεανό της ανταγωνιστικότητας, το καθήκον να επισημάνουμε ότι πρώτιστο επείγον ζήτημα για την ίδια την ύπαρξη της Τ.Α. δεν είναι να ψάχνουμε «τις γραμμές πάνω στο χάρτη», για να μην απολέσει ο κάθε τοπικός ηγετίσκος το βιλαέτι του, αλλά:
α) Να διαφυλάξουμε το δημόσιο – κοινωνικό χαρακτήρα αγαθών και λειτουργιών, όπως νερό, παιδεία (με την ευρύτερη έννοια), περιβάλλον κ.ά. Να σταματήσουμε την οικονομική αφαίμαξη και λεηλασία του κοινωνικού πλούτου από τους ιδιώτες και τους εργολάβους.
β) Να ενισχύσουμε και να διευρύνουμε θεσμικά τις δημοκρατικές εκείνες διαδικασίες που εξασφαλίζουν τη συμμετοχή των πολιτών, ως συλλογικών υποκειμένων της ιστορίας, που υπερασπίζονται και διευρύνουν τα δημόσια κοινωνικά αγαθά -όχι των ιδιωτών που βαφτίστηκαν «πολίτες»- στην επεξεργασία και λήψη αποφάσεων, οι οποίες αφορούν στην ίδια μας τη ζωή.
Η καθιέρωση της απλής αναλογικής υπηρετεί αυτό το στόχο.
Στη βάση, λοιπόν, των παραπάνω και με δεδομένο ότι δεν έχει ανοίξει καμιά απολύτως συζήτηση (ή «διαβούλευση») για τα θεμελιώδη ζητήματα της αυτοδιοίκησης, τα οποία αποσιωπούνται τεχνηέντως, λέμε ξεκάθαρα «ΟΧΙ» στην επιβολή του Καλλικράτη και αναλαμβάνουμε πρωτοβουλία για να αποκτήσει φωνή, σχήμα και πολιτική υπόσταση το όραμα της συμμετοχικής αυτοδιοίκησης.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου