«Ἀλλά τί νά πῶ καί τί νά λαλήσω; Ἐπειδή τό θαῦμα μέ ἐκπλήττει. Ὁ Παλαιός τῶν ἡμερῶν Παιδί ἔγινε. Αὐτός πού κάθεται σέ θρόνο ὑψηλό καί ἀνυψωμένο τοποθετεῖται σέ Φάτνη, ὁ ἀνέγγιχτος, ὁ ἁπλός καί ἀσύνθετος καί ἀσώματος μέ ἀνθρώπινα χέρια τυλίγεται, Αὐτός πού σπάει τά δεσμά τῆς ἁμαρτίας μέ σπάργανα ἐμπλέκεται, ἐπειδή αὐτό θέλει. Ἐπειδή θέλει τήν ἀτιμία νά τήν κάνει τιμή, τήν ἀδοξία νά τήν ντύσει μέ δόξα, τήν ὕβρη νά κάνει ἀρετή. Γι’ αὐτό καί λαμβάνει τό δικό μου σῶμα γιά νά χωρέσω ἐγώ τόν δικό του Λόγο. Καί ἐπειδή ἔλαβε τήν δική μου σάρκα μοῦ δίνει τό δικό Του Πνεῦμα. Ἔτσι ὥστε δίνοντας καί λαμβάνοντας νά μοῦ ἐμπορευθεῖ τόν θησαυρό τῆς ζωῆς. Μοῦ λαμβάνει τήν σάρκα γιά νά μέ ἁγιάσει. Μοῦ δίνει τό Πνεῦμα γιά νά μέ διασώσει»1. (Ἰωάννης Χρυσόστομος, Εἰς τό Γενέθλιον τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, 6, PG 49, 360).
Ἀγαπητοί μου ἀδελφοί,
Τό ἄρρητο μυστήριο τῆς ἐν χρόνῳ γεννήσεως τοῦ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ φωτίζει καί πάλι χαρμονικῶς τήν ζωήν μας καί μᾶς προσκαλεῖ στήν Βηθλεέμ τῆς Ἰουδαίας γιά νά συναντήσουμε ὄχι μόνο τόν Θεό ἀλλά καί τόν ἄνθρωπο καί νά προσκυνήσουμε μέ εὐλάβεια καί κατάνυξη τό μέγα καί παράδοξο γεγονός τῆς Σαρκώσεως τοῦ Θεοῦ Λόγου. «Μητρόπολη τῶν ἑορτῶν», ὀνομάζει τά Χριστούγεννα ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος, «γενέθλιο ἡμέρα τῆς ἀνθρωπότητος, καί κοινή ἑορτή πάσης τῆς κτίσεως» ὁ Μέγας Βασίλειος, «ἑορτή τῆς ἀναδημιουργίας» καί «σεισμόν γῆς» ὁ Γρηγόριος ὁ Θεολόγος.
Αὐτό τό μέγα καί μοναδικό γεγονός, τό μόνο «καινό ὑπό τόν ἥλιον» θαῦμα τῆς θείας ἐνανθρωπήσεως, πού οἱ διαστάσεις του ξεπερνοῦν τόν χρόνο, εἶναι τό μέγα μυστήριο τῆς εὐσεβείας. Ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ, εὐδοκίᾳ τοῦ Πατρός καί συνεργίᾳ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος γίνεται υἱός τοῦ ἀνθρώπου. Πουθενά ἀλλοῦ ὁ ἄνθρωπος δέν εὑρίσκει τό βαθύτερο νόημα τῆς ὑπάρξεώς του, ὅσο στήν ταπεινή φάτνη τῆς Βηθλεέμ, ἐκεῖ ὅπου ὁ Θεός καί ὁ ἄνθρωπος συνεδέθησαν ἐν ἁγίῳ Πνεύματι σέ ἑνότητα ἀδιάσπαστη, ἀσύγχυτη, ἀδιαίρετη, ἀκατάλυτη καί ἀκατάληπτη στό Θεανδρικό πρόσωπο τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ. Ἐκεῖνος ἐνηνθρώπησε ὥστε ἐμεῖς νά γίνουμε κατά χάριν Θεοί. Ἐκεῖνος ἐπτώχευσεν ὥστε ἐμεῖς νά πλουτίσουμε, πλουτισμόν θεογνωσίας καί ζωῆς.
Μέσα στήν παγκόσμιο πνευματική σύγχυση, τήν οἰκονομική κρίση καί τήν συναισθηματική ἀπόγνωση ἀκούγεται καί πάλιν ἐφέτος ἐπί τῶν ὀρέων τῆς Βηθλεέμ, ὡς ἀπό ἄμβωνος ὑψηλοῦ, ἀγγελολάλητος ἡ εἰρηνοφόρος εἴδησις «ἐτέχθη ὑμῖν σήμερον Σωτήρ, ὅς ἔστιν Χριστός Κύριος». Ὁλόκληρη ἡ ἀνθρωπότητα προσκαλεῖται στό πρόσωπο τῶν σοφῶν καί ἰσχυρῶν, προτύπωσις τῶν ὁποίων ὑπῆρξαν οἱ Μάγοι, ἀλλά καί τῶν ἁπλοϊκῶν καί μέ ἡσυχαστικό φρόνημα πιστῶν, προτύπωσις τῶν ὁποίων εἶναι οἱ Ποιμένες, νά συναντήσῃ τό Νήπιον Ἰησοῦν, πού εἶναι ὁ Παλαιός τῶν ἡμερῶν, διά τοῦ ὁποίου ἀποκαλύπτεται σέ οὐρανό καί γῆ ἡ σπουδαιότητα τοῦ ἀνθρωπίνου προσώπου. Πουθενά ἡ ἀνθρωπίνη ἀξία δέν διακηρύσσεται τόσο πανηγυρικά καί ἐλπιδοφόρα ὅσο στήν Βηθλεέμ. Γι’ αὐτό καί ἡ ἑορτή τῶν Χριστουγέννων εἶναι ἡ ἑορτή διά τῆς ὁποίας ἐπισφραγίζεται ὑπό τοῦ ἰδίου τοῦ Θεοῦ ἡ ἄμετρος ἀγάπη καί στοργή γιά τό πλάσμα Του.
Ἡ θεληματική ἀπομάκρυνση ὅμως τοῦ ἀνθρώπου ἀπό τόν Θεό ὡς ἀποτέλεσμα τῆς ἰδικῆς του πνευματικῆς ἀνωριμότητος ἀλλά κυρίως τῆς κακουργίας τοῦ Διαβόλου, εἶχε ὡς ἀποτέλεσμα τήν πτώση, τήν φθορά, τόν πόνο, τόν θάνατο. Ἡ ἱστορία τῶν ἀνθρωπίνων δεινῶν καί κρίσεων εἶναι ἡ ἀπόδειξη τῆς πικρῆς αὐτῆς πραγματικότητος. Ἡ ἔκπτωσή μας ἀπό τήν θεοκοινωνία μέ ὅλα τά θλιβερά συνεπακόλουθά της μέσα στήν ἀρνητικῶς ἐξελισσομένη παγκόσμια πραγματικότητα, προσυπογράφει τήν ἀλήθεια αὐτή μέ τό αἷμα καί τά δάκρυα τοῦ ἀνθρώπου. Γι’ αὐτό καί ἰδιαίτερη ἀξία ἀποκτᾶ στίς μέρες μας τό αἴτημα τῆς περιφρούρησης τῆς ἀξίας τοῦ ἀνθρώπου ἀπό κάθε τι πού τήν ἀπειλεῖ, τήν εὐτελίζει καί τήν ὑποβιβάζει. Ἑορτάζουμε σήμερα Χριστούγεννα, τό μοναδικό δηλαδή ἐκεῖνο γεγονός πού γέμισε μέ ἐλπίδα τήν ἱστορία. Ἡ Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ, ὡς Σῶμα Χριστοῦ, ὡς θυσιαστική διακονία ἀγάπης, ἁγιασμοῦ καί σωτηρίας, μαρτυρεῖ καθημερινῶς μέσα σέ ἕνα κόσμο ὅπου «ὁ Ἡρώδης» πάλιν μαίνεται ὅτι «ἐπεσκέψατο ἡμᾶς ἐξ ὕψους ὁ Σωτήρ ἡμῶν». Ὁ κατά φύσιν μονογενής Υἱός τοῦ Θεοῦ, ὁ Εἷς τῆς Παναγίας Τριάδος, γίνεται ὁ νέος Ἀδάμ καί γεννᾶται «δι’ ἡμᾶς καί διά τήν ἡμετέραν σωτηρίαν» ἐκ Παρθένου μητρός, τῆς ἁγίας Θεοτόκου, χαρίζοντάς μας πραγματική λύτρωση, θεραπεία, πνευματική ἀνύψωση, πλησμονή ζωῆς καί χαρᾶς, πορεία θεώσεως. Ἡ Γέννηση τοῦ Χριστοῦ ἀποτελεῖ τήν ἀσφαλεστάτη ἐγγύηση πώς δέν βρισκόμεθα πλέον μόνοι σ’ ἕνα κόσμο χωρίς οὐσιαστικό νόημα, ὅπου ὁ ἄνθρωπος πορεύεται χωρίς φῶς καί ἐλπίδα, ἀλλά πώς ὁ Θεός, ὁ Ἐμμανουήλ, εἶναι ἀνάμεσά μας, μοιράζεται τήν ζωή μας, τίς ἀγωνίες καί τούς πόνους μας. Ἡ φύσις μας εἶναι ἀδιάσπαστα πλέον ἑνωμένη μέ τόν Θεό στό πρόσωπο τοῦ Θεανθρώπου Χριστοῦ.
Ἀγαπητοί μου ἀδελφοί,
Ἡ ἁγία Μητέρα μας, Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία μᾶς προσκαλεῖ νά γίνουμε κοινωνοί καί συμμέτοχοι μέ ὅλο τόν ὁρατό καί ἀόρατο κόσμο στήν ὑπέρτατη καί ὑπερκόσμια χαρά τῆς μεγάλης Δεσποτικῆς ἑορτῆς τῆς Γεννήσεως τοῦ Χριστοῦ, προσεγγίζοντας βιωματικῶς τόν ἀστείρευτο πλοῦτο τοῦ θείου ἐλέους Του. Αὐτή εἶναι ἡ δυνατότητα καί ἡ προοπτική πού προσφέρει ὁ Κύριός μας στόν κάθε ἄνθρωπο, ἀρκεῖ ἐκεῖνος νά θελήσει νά ἀνοίξει τήν καρδιά του πρός Αὐτόν, ὥστε νά γίνει αὐτή ἡ νοητή ἐκείνη φάτνη ὅπου «ἀεί ὁ Χριστός γεννᾶται». Ἔχοντες στραμμένα τά μάτια τῆς ψυχῆς μας πρός τήν ἁγία Βηθλεέμ ὅπου ἐγεννήθη δι’ ἡμᾶς ἡ ζῶσα ἐλπίδα, ὁ θεῖος Ἰησοῦς, ἄς παρακαλέσουμε νά ἐπισκεφθῇ τήν ζωή μας ἡ εἰρήνη καί ἡ δικαιοσύνη Του, γιά νά πρυτανεύσῃ στόν κόσμο τό πνεῦμα τῆς ἀγάπης, τῆς συνέσεως, τῆς φρονήσεως, τῆς καταλλαγῆς, τῆς φιλανθρωπίας, πρός περιφρούρηση τῆς ἐλευθερίας μας καί θωράκιση τῆς ἀξίας μας, πού
βρίσκει τήν πραγματική της θέση καί ἔκφραση μόνο στό πρόσωπο τοῦ Θεανθρώπου Χριστοῦ. Ἡ Γέννηση τοῦ Κυρίου μας προσφέρει σέ ὅλους, σέ ὅσους τουλάχιστον ἐπιλέγουν αὐτό τόν δρόμο, μία μοναδική εὐκαιρία πνευματικοῦ ἀναβαπτισμοῦ καί ἐπαναπροσδιορισμοῦ τῆς ζωῆς, μέ βάση ὄχι τό πρόσκαιρο καί ἐφήμερο, ἀλλά τό ἀληθινό καί αἰώνιο.
Σᾶς εὔχομαι μέσα ἀπό τήν καρδιά μου εὐλογημένα καί ἅγια Χριστούγεννα.
Ἡ χάρις καί τό πλούσιον ἔλεος τοῦ δι’ ἡμᾶς γεννηθέντος Σωτῆρος Χριστοῦ εἴθε νά εἶναι πάντοτε μαζί μας. Ἀμήν.
Μέ ἐγκάρδιες εὐχές καί ἀγάπη Χριστοῦ.
Ο ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗΣ
Ο ΣΕΡΡΩΝ ΚΑΙ ΝΙΓΡΙΤΗΣ ΘΕΟΛΟΓΟΣ
1«Ἀλλά τί εἴπω, ἤ τί λαλήσω; Ἐκπλήττει γάρ μέ τό θαῦμα. Ὁ Παλαιός ἡμερῶν παιδίον γέγονεν, ὁ ἐπί θρόνου ὑψηλοῦ καί ἐπηρμένου καθήμενος ἐν Φάτνῃ τίθεται, ὁ ἀναφής, καί ἁπλοῦς, καί ἀσύνθετος, καί ἀσώματος χερσίν ἀνθρωπίναις ἑλίσσεται, ὁ τά τῆς ἁμαρτίας διασπῶν δεσμά σπαργάνοις ἐμπλέκεται, ἐπειδή τοῦτο θέλει. Θέλει γάρ τήν ἀτιμίαν ποιῆσαι τιμήν, τήν ἀδοξίαν ἐνδῦσαι δόξαν, τόν τῆς ὕβρεως ὅρον, ἀρετῆς δεῖξαι τρόπον. Ὅθεν ὑπερχεται τό ἐμόν σῶμα, ἵνα ἐγώ χωρήσω τόν αὐτοῦ Λόγον καί λαβών τήν ἐμήν σάρκα, δίδωσί μοι τό ἑαυτοῦ Πνεῦμα, ἵνα διδούς καί λαμβάνων θησαυρόν μοι ζωῆς ἐμπορεύσηται. Λαμβάνει μου τήν σάρκα, ἵνα μέ ἀγιάσῃ· δίδωδί μοι τό Πνεῦμα αὐτοῦ, ἵνα μέ διασώσῃ». (Ἰωάν. Χρυσόστομος).