Τετάρτη 14 Απριλίου 2010

υπαγωγή των παραγωγών – πωλητών αγροτικών προϊόντων στις λαϊκές αγορές σε καθεστώς ΦΠΑ και τήρησης βιβλίων β’ κατηγορίας


Ο Γραμματέας Αγροτικού της Νέας Δημοκρατίας, βουλευτής Κορινθίας κ. Κώστας Κόλλιας έκανε την ακόλουθη δήλωση σχετικά με τις ρυθμίσεις που προωθούνται από την Κυβέρνηση, μέσω του φορολογικού νομοσχεδίου για την υπαγωγή των παραγωγών – πωλητών αγροτικών προϊόντων στις λαϊκές αγορές σε καθεστώς ΦΠΑ και τήρησης βιβλίων β’ κατηγορίας:

« Κατά τη συζήτηση του φορολογικού νομοσχεδίου στην αρμόδια Επιτροπή της Βουλής, οι εισηγητές της Νέας Δημοκρατίας αναφέρθηκαν στην ανάγκη να εξαιρεθούν οι αγρότες που πωλούν προϊόντα στις λαϊκές αγορές από τις εξοντωτικές για αυτούς διατάξεις που αφορούν την επιβολή ΦΠΑ 10% στις πωλήσεις τους, καθώς και την υποχρέωση να τηρούν βιβλία εσόδων – εξόδων β’ κατηγορίας.
Κάνουμε μία έσχατη προσπάθεια για τη διάσωση των αγροτών, καταθέτοντας δύο τροπολογίες, στις οποίες προτείνουμε την εξαίρεση από τις εν λόγω διατάξεις για τους κατά κύριο και αποκλειστικό επάγγελμα αγρότες, οι οποίοι διαθέτουν τα προϊόντα τους σε λαϊκές αγορές του Νομού τους, όμορων Νομών, καθώς και των Νομών Αττικής και Θεσσαλονίκης. Με αυτόν τον τρόπο καλύπτουμε όλους τους μικρούς παραγωγούς, οι οποίοι εξ ορισμού δεν έχουν τη δυνατότητα να καλύπτουν μεγάλες αποστάσεις προκειμένου να πουλήσουν σε λαϊκές.
Στις αιτιολογικές εκθέσεις εκθέτουμε τους λόγους για τους οποίους οι εν λόγω ρυθμίσεις είναι άδικες και εξοντωτικές για τους μικρούς, και συχνά εποχιακούς παραγωγούς, με μικρούς κλήρους, οι οποίοι χρησιμοποιούν τη λαϊκή προκειμένου να συμπληρώσουν το πενιχρό εισόδημά τους. Τόσο η επιβολή ΦΠΑ, όσο και η τήρηση βιβλίων β’ κατηγορίας συνεπάγονται κατ’ ουσίαν την εξαίρεσή τους από το ειδικό καθεστώς επιστροφής ΦΠΑ 11%, το οποίο ισχύει για όλους τους υπόλοιπους αγρότες.
Σε ό,τι αφορά τώρα το λογιστικό προσδιορισμό τους εισοδήματός τους, υπάρχουν σοβαρότατα προβλήματα με τα παραστατικά εξόδων, τα οποία δεν ανταποκρίνονται στα πραγματικά αγροτικά έξοδα. Κατ’ αρχήν, στο χωράφι απασχολούνται, κατά κύριο λόγο, μέλη της ίδιας οικογένειας, τα οποία αντλούν από κοινό εισόδημα και για τα οποία βεβαίως δεν υπάρχουν παραστατικά αμοιβής. Επιπλέον, οι εποχικοί αγρεργάτες δεν διαθέτουν δελτίο παροχής υπηρεσιών. Για να αιτιολογηθεί η δαπάνη θα πρέπει, είτε ο παραγωγός, είτε ο αγρεργάτης να επιβαρυνθεί με επιπλέον παρακράτηση φόρου 20%. Ακόμη, οι αγροί συχνά ενοικιάζονται χωρίς συμβόλαια, άρα και χωρίς αποδείξεις ενοικίου. Τέλος, οι δαπάνες για απόκτηση μηχανημάτων που πραγματοποιήθηκαν στο παρελθόν δεν συμπεριλαμβάνονται στα τρέχοντα έξοδα, ώστε η απόσβεση πάγιου κεφαλαίου δεν εμφανίζεται στα λογιστικά βιβλία.
Θέλω να επισημάνω και να τονίσω ότι οι παραγωγοί – πωλητές αγροτικών προϊόντων στις λαϊκές δεν ζητούν να εξαιρεθούν από το μέτρο της ταμειακής μηχανής. Αντιθέτως, επειδή το αγροτικό εισόδημα ήδη προσδιορίζεται τεκμαρτά, προτείνουν να προσδιορίζεται, μέσω των ταμειακών, ο τζίρος της δραστηριότητας στη λαϊκή αγορά και να υπολογίζεται ο φόρος που αντιστοιχεί σε αυτήν βάσει του συντελεστή κέρδους. Αυτό διασφαλίζει και την ορθή, αλλά και τη δίκαιη φορολόγησή τους.
Επαναλαμβάνω ότι η φοροδοτική ικανότητα των αγροτών μας είναι δεδομένη και περιορισμένη. Δεν είναι αυτοί οι μεγάλοι φοροφυγάδες που κοστίζουν στο Ελληνικό Δημόσιο. Είναι άνθρωποι που κερδίζουν με δυσκολία τα προς το ζην, προσφέροντας παράλληλα στους καταναλωτές φρέσκα, φθηνά προϊόντα, χωρίς μεσάζοντες και κερδοσκόπους να «φουσκώνουν» τις τιμές. Εάν η Κυβέρνηση επιμείνει να φορολογήσει επιπλέον το αγροτικό εισόδημα, θα πλήξει και τους αγρότες, και τους πολίτες και το θεσμό των λαϊκών αγορών, οι οποίες αποτελούν τη βασική πηγή τροφοδότησης κυρίως χαμηλόμισθων και χαμηλοσυνταξιούχων. Και βεβαίως αυτό θα δημιουργήσει υπόνοιες ότι στόχος της Κυβέρνησης δεν είναι, ούτε η αποκατάσταση της φορολογικής δικαιοσύνης, ούτε η αντιμετώπιση της φοροδιαφυγής, όπως διατείνεται στο εν λόγω νομοσχέδιο. Είναι η ευθεία επίθεση στα χαμηλά εισοδήματα και μάλιστα σε μία περίοδο που οι πολίτες θα περιορίσουν τα έξοδά τους στα απολύτως βασικά είδη, όπως τα τρόφιμα.»


«Ύστερα από τη γενική κατακραυγή και τις πιέσεις που άσκησε η Νέα Δημοκρατία στην κυβέρνηση, ο υπουργός αναγνώρισε δίκιο στο αίτημα των αγροτών πωλητών λαϊκών αγορών και προχώρησε σε τροποποίηση του άρθρου 62.

Μία τροποποίηση όμως άτολμη, ασαφή και δαιδαλώδη, που εξακολουθεί να αντιμετωπίζει τον αγρότη ως έμπορο και που, σε καμία περίπτωση, δεν μας ικανοποιεί.

Εμμένουμε στην άποψή μας για την τροποποίηση των άρθρων 19 και 62, σύμφωνα με τις τροπολογίες που καταθέσαμε. Ζητούμε την εξαίρεση από την υποχρέωση καταβολής ΦΠΑ 10% και τήρησης βιβλίων β’ κατηγορίας όλων των κατά κύριο και αποκλειστικό επάγγελμα αγροτών– πωλητών αγροτικών προϊόντων, που διαθέτουν τα προϊόντα τους σε λαϊκές αγορές του Νομού τους, όμορων Νομών, καθώς και των Νομών Αττικής και Θεσσαλονίκης».

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

ΑΡΧΕΙΟ ΕΙΔΗΣΕΩΝ